- αλαφροπαλάντζα
- η1. παλάντζα που δεν λυγίζει σωστά2. άνθρωπος αλαφρόμυαλος, ανόητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο-* + παλάντζα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαφρο- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα στη λαϊκότερη κυρίως γλώσσα, σε διαλέκτους, στη γλώσσα τής λογοτεχνίας, αλλά και στην κοινή νεοελληνική. Η προέλευση του είναι διττή: α) από το επίθ. αλαφρός (ελαφρός) στη… … Dictionary of Greek
αλαφροκάνταρο — το η αλαφροπαλάντζα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + καντάρι] … Dictionary of Greek
αλαφροπαλάντζας — ο [αλαφροπαλάντζα] ελαφρός και άστατος, λιγόμυαλος, ανόητος … Dictionary of Greek